- σιδηροβρώς
- σιδηροβρώςiron-eatingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, ώτιδος, Α 1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο 2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο βρώς] … Dictionary of Greek
σιδηροβρῶτι — σιδηροβρώς iron eating masc/fem dat sg σιδηροβρῶτις iron eating fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek